- εισοπτος
- εἴσοπτοςεἴσ-οπτοςион. ἔσοπτος 2заметный, находящийся на виду, отовсюду (со всех сторон) хорошо видимый
(τὸ ἱρόν Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ ἱρόν Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
είσοπτος — εἴσοπτος και ἔσοπτος, ον (Α) ορατός, προσιτός στη θέα … Dictionary of Greek
ἔσοπτον — εἴσοπτος visible masc/fem acc sg εἴσοπτος visible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴσοπτοι — εἴσοπτος visible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔσοπτος — εἴσοπτος visible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)